- εκπωματιστήρας
- οσπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιρμπουσόν — και τριμπουσόν, το, Ν άκλ. τεχνολ. ο εκπωματιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tire bouchon < tirer «τραβώ» + bouchon «πώμα»] … Dictionary of Greek
τρυπησόνι — το, Ν εκπωματιστήρας, τιρμπουσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιρμπουσόν / τριμπουσόν με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. τρυπώ] … Dictionary of Greek
ξεστουπωτήρι — το όργανο κατάλληλο για ξεστούπωμα, εκπωματιστήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)